

Αυτό όμως που πάντα περίμενες και ας μην το έλεγες ήταν το σημείωμα της ανθοδέσμης!
Και το τελευταίο σημείωμα της τελευταίας γιορτής ήταν εξομολόγηση..
Ήξερα πως κάποια στιγμή θα έφευγες κι απελπισμένα σου έγραφα τα πάντα .
Όλα εκείνα που ήθελα να σου πω, τα αμέτρητα “ευχαριστώ” γι αυτό που έζησα μαζί σου, γι αυτό που με έκανες, γι αυτά που μου έδωσες.
Επιμελώς δεν έγραφα σε μέλλοντα χρόνο. Δεν έκανα ευχές για το αύριο!
Το σημείωμα μου παρά ταύτα ήταν γιορτή! Ήταν θύμισες!
Ήταν η μεγάλη αγκαλιά στα παιδικά μου χρόνια!
Ήταν η μελωδική φωνή και το νανούρισμα..
Ήταν το χέρι που με έπιανε στον δρόμο για το μπαλέτο, μετά για το Ωδείο .
Ήταν το βλέμμα το κουρασμένο με το χαμόγελο συγκατάβασης έξω απο την Γαλλική Ακαδημία. Περίμενες! Πάντα εκεί!
Ήταν το χάδι στα μαλλιά όταν έβλεπα ότι βράδιαζε και απελπιζόμουν γιατί ακόμα δεν είχα τελειώσει το διάβασμα.
Ήταν το γάργαρο γέλιο σου που μου έφτιαχνε την διάθεση.
Ήταν το τραγούδι σου τις Κυριακές που γέμιζε το σπίτι με “ευτυχία”.
Ήσουν το “πρώτο δώρο” που έκανα όταν είπα τα κάλαντα!
Μια τεράστια κολόνια λεβάντα και σε είδα που δάκρυσες..
Νόμιζα πως είχα βρει την μυρωδιά σου αλλά γελάστηκα!
Πάντα μοσχοβολούσες μέχρι την τελευταία σου ανάσα!
Τόσα χρόνια τώρα αυτή την μοναδική μυρωδιά αναζητώ σε μοσχοσάπουνα και αρώματα ακριβά και δεν τη βρίσκω!
Ήταν όλες οι Παραμονές των Χριστουγέννων που με περίμεναν με δώρα κρυμμένα σε όλο το σπίτι.
Και στην εφηβεία, εγω που σε λάτρευα όσο την μικρή και σύντομη ζωή μου, σε αμφισβήτησα!
Με πόση υπομονή και αγάπη προσπαθούσες να τιθασεύσεις το τερατάκι που έβλεπες μπροστά σου..
Κι όταν λύγισες και είδα τα μάτια σου υγρά, ορκίστηκα πως ποτέ δεν θα σε πληγώσω ξανά!
Και ήμασταν η μια για την άλλη.
Στις σπουδές και στα καρδιοχτύπια.
Πριν σου πω ήξερες. Παντα ήξερες!
Και μεγάλωνα κι άλλο μαζί σου! Κι έβλεπες τον εαυτό σου μέσα απο μένα.
Και τι περίεργο; Αρχισα να σε συμβουλεύω κι εγώ!
Και οι βόλτες και οι κουβέντες μας γίνανε απαραίτητες .
Και είχα φίλη και μάνα. Και είχες κόρη και φίλη.
Ταξιδέψαμε μαζί. Διαβήκαμε δρόμους ,λεωφόρους.
Και μετά παντρεύτηκα.
Και με ακολούθησες..Αφησες τον Πειραιά και ήλθες στην Κόρινθο.
Και είχες χαρά και συγκίνηση!
Ακόμα θυμάμαι τον αποχαιρετισμό σου σαν έφευγα απο το σπίτι, μάνα μου!!
Κι εκείνον τον μπάλο που χόρεψες τόσο αέρινα εκείνο το βράδυ ..
Κι η ζωή συνεχίστηκε για ακόμα δυο χρόνια.
Με τα Χριστούγεννα στο σπίτι μου και τις πρώτες υπέροχες χριστουγεννιάτικες μπάλες που αρνούμαι ακόμα να αλλάξω στο δέντρο μου.
Κι έπειτα αγωνία, απόγνωση, άρνηση για τον χαμό!
Ακόμα θυμάμαι τις λέξεις σου, τις σκέψεις σου, το άρωμά σου.
Την μεγάλη μου αγκαλιά να μην φοβάσαι.
Ποιος είπε ότι μόνο η μάνα μπορεί να αγαπήσει πολύ;
Και σε αποχαιρέτησα.
Και παραπονέθηκα που τόσο λίγο σε είχα στην ζωή μου.
Και ζήλεψα τους άλλους.
Και μετρώ καθε χρόνο την απόσταση απο τον χαμό σου.
Και όλα αυτά τα χρόνια έγιναν πολλά. Παρα πολλά.
Σε κάποια σε αναζήτησα ,σε άλλα κατάλαβα πως δεν έπρεπε να ήσουν εδω!
Και μεγάλωσα αρκετά!
Και στα άλμπουμ της ζωής μου λείπεις 28 χρόνια τώρα.
Και όσο μεγαλώνω αντιλαμβάνομαι πως σου μοιάζω περισσότερο.
Στη σκέψη, στις πράξεις, στην υπομονή!
Και μου λείπεις ακόμα.
Όσο και αν η ζωή άνοιξε δρόμους που δεν διάβηκες ποτέ.
Το πήρα απόφαση πως θα μου λείπεις πάντα!
Για πάντα, μέχρι να σε συναντήσω ξανά, μάνα μου!
Υ.Γ.
Την πλάση αδειάστε! Φέρνω τη μητέρα μου!
Κι ο Θεός για λίγο απέξω ας περιμένει,
την κούραση της να χωρέσει η μέρα μου.
Ανοίχτε! Ανοίχτε! Φέρνω τη μητέρα μου
μ’ όλο το σύμπαν του εαυτού μου αγκαλιασμένη.
(Νικηφόρος Βρεττάκος)