

Στη Μεσόγειο, τη δική μου γη, η μάνα είναι δυνατή σαν ελιά.
Στέκει αγέρωχη με χέρια που μυρίζουν ζύμη και γιασεμί.
Πονά σιωπηλά και αγαπά με πάθος, σαν κύμα που ξέρει να σπάει και να αγκαλιάζει μαζί.
Στους πάγους της Σιβηρίας, η μάνα είναι φωτιά στο κρύο.
Τυλίγει τα παιδιά της με γούνες και παραμύθια.
Δεν κλαίει ποτέ — μόνο το χιόνι πάνω της λιώνει λίγο πιο γρήγορα.
Στην καρδιά της Αφρικής, η μάνα είναι τύμπανο.
Ο ρυθμός της ζωής χτυπά πάνω στο κορμί της.
Χορεύει με τα παιδιά στην πλάτη και το φορτίο της δεν βαραίνει — είναι η περηφάνια της.
Στις μητροπόλεις της Δύσης, η μάνα είναι σύγχρονη Αθηνά.
Με laptop στο ένα χέρι και το παιδί στο άλλο.
Τρέχει, παλεύει, φθείρεται, αλλά επιμένει.
Στις Άνδεις, στο Αμαζόνιο, στη γη των Μαορί,
η μάνα είναι φύση: φορά φύλλα αντί για ρούχα και βροχή αντί για λόγια.
Μιλά με τα πουλιά, σιωπά με τα βουνά, αγαπά με υπομονή.
Η μάνα του πολέμου. Η κραυγή στην σιωπή.
Στη Μέση Ανατολή, η μάνα γεννά μέσα στη σκόνη.
Κουβαλά μωρό και μνήμη μαζί.
Έχει μάθει να ξεχωρίζει τους ήχους των πυραύλων, των όπλων όπως οι άλλες μάνες ξεχωρίζουν τα βήματα των παιδιών τους.
Δε ζητά εκδίκηση — μόνο ψωμί και μια γωνιά ειρήνης για να νανουρίσει.
Η μάνα πρόσφυγας.
Δεν έχει χώρα, ούτε γλώσσα που να την ακούει,
αλλά έχει αγκαλιά.
Μια αγκαλιά που κλείνει γύρω από το παιδί της και του λέει: «Εδώ είσαι ασφαλής»,
ακόμα κι όταν το “εδώ” είναι χώμα, βάρκα ή ουρά αναμονής.
Τη λένε Fatima, Laila, ή απλώς “μαμά”, εκεί όπου κανείς δεν προφέρει σωστά το όνομά της.
Κι όμως, στην καρδιά της κρύβει ολόκληρη πατρίδα.
Υπάρχει και η μάνα που υιοθετεί — η αναδοχή μάνα.
Δεν έχει κοιλιά που φούσκωσε, αλλά έχει μια καρδιά που άνοιξε σαν ουρανός.
Δεν άκουσε το πρώτο κλάμα, αλλά άκουσε τη σιωπή — και της μίλησε με αγάπη.
Δεν μοιράζεται αίμα με το παιδί της, αλλά μοιράζεται τον εαυτό της.
Και σ’ αυτόν τον κόσμο, αυτό είναι πιο δυνατό κι από το γενετικό νήμα.
Είναι η μάνα που διάλεξε, που ρίσκαρε, που έδωσε δεύτερη ευκαιρία σε μια ζωή — και λύτρωση στη δική της.
Και όταν όλες οι λέξεις τελειώσουν, απομένει μόνο μία:
Μάνα.
Σε όποια γλώσσα κι αν ειπωθεί,
είναι το πρώτο καταφύγιο.
Η πρώτη προσευχή.
Το τελευταίο στήριγμα.
Χρόνια πολλά, σε όλες τις μάνες του κόσμου.
Χωρίς εκείνες δεν θα υπήρχε ο κόσμος , δεν θα υπήρχαμε όλοι “εμείς”.
Τις πιο θερμές ευχές όμως σε όλες εκείνες που πάλεψαν και δημιούργησαν σωστούς ανθρώπους. Γεμάτους με αρχές και αξίες. Πλημμυρισμένους από την αγάπη της μάνας τους.