

Δεν ξέρω αν είναι η μνήμη ή η ψυχή που αναγνωρίζει το βάθος αυτής της περιόδου. Μπορεί και τα δύο.
Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα, αισθάνομαι να επιστρέφω “στο παλιό μου σπίτι, στο σπίτι της παιδικής μου ψυχής “.
Ένα σπίτι που μυρίζει αγιόκλημα και γιασεμί.
Λένε πως όταν ξαναμπαίνεις στο σπίτι της παιδικής σου ψυχής συνειδητοποιείς την πορεία σου, την ποιότητά σου,την ανθρώπινη υπόστασή σου.
Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα, έχω αναμνήσεις.
Από όλες τις Αναστάσεις που κρυβόμουν στο σακάκι του πατέρα μου, φοβισμένη μικρούλα από τις κροτίδες.
Από εκείνα τα Πάσχα στη Λευκάδα, στην Κέρκυρα, με την αρμύρα να μπλέκεται με το λιβάνι και τους ψαλμούς να αντηχούν στα σοκάκια.
Θυμάμαι τις Μεγάλες Παρασκευές στην Κόρινθο, τον Επιτάφιο Θρήνο που έμαθα και τον στολισμό με τις βιολέτες και τις πασχαλιές το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης .
Αναμνήσεις που τα χνάρια τους πατούν πάνω στο λιβάνι και μοσχοβολούν.
Θυμάμαι το πατέρα μου. Να ζωγραφίζει τον Εσταυρωμένο.
Και κυρίως τον Αναστάντα Χριστό. Τον έβλεπα ώρες να σκύβει πάνω από τα χρώματα, να προσπαθεί να αποδώσει το Θείο με μια αφοσίωση τεράστια. Νομίζω πως προσευχόταν.
Τέτοιες ημέρες βρίσκεται παντού. Στις εκκλησιές που αγιογράφησε, στις εικόνες που άφησε πίσω του, στον Χριστό Αναστάντα που θα βγει απόψε στον Απόστολο Παύλο και πάντα θα με συγκλονίζει, στο βλέμμα των ανθρώπων που προσκυνούν χωρίς να γνωρίζουν τον αγιογράφο.
Μεγάλη Εβδομάδα και όταν ακούγεται το «Σήμερον κρεμάται», κάτι μέσα μου ραγίζει.
Σαν να σπάει ένας καθρέφτης που κρατούσε για καιρό όλα τα πρόσωπα που υπήρξα.
Στην Εκκλησία αυτές τις μέρες, με κυκλώνουν οι εποχές του εαυτού μου.
Η παιδική λαχτάρα, η εφηβική αμφιβολία, η κούραση της ενήλικης ζωής. Κι όμως, παρά την απόσταση, κάτι μας φέρνει ξανά κοντά.
Είναι γιατί η ψυχή ζητά καταφύγιο. Ζητά μια αλήθεια πιο μεγάλη από εμάς. Ζητά ν’ ακούσει πως ο θάνατος δεν είναι το τέλος.
Και τότε, το βράδυ της Ανάστασης, εκείνη η μικρή φλόγα που περνάει από κερί σε κερί, αποκτά για λίγο την ισχύ να φωτίσει και το πιο εσωτερικό μας σκοτάδι.
Η στιγμή της Ανάστασης είναι μια υπόσχεση. Ότι όσο σκοτεινά κι αν είναι τα πράγματα, υπάρχει πάντα ένα «μετά».
Κι αυτό το «μετά» είναι το άνοιγμα της καρδιάς, είναι η συγχώρεση, είναι η αγκαλιά, είναι το φιλί που δίνεις καθώς λες «Χριστός Ανέστη».
Ίσως τελικά, η Ανάσταση να μη συμβαίνει μόνο μια φορά τον χρόνο. Ίσως να καλούμαστε να αναστηθούμε ξανά και ξανά, μέσα απ’ ό,τι μας λυγίζει, μας πληγώνει, μας αφήνει πίσω. Και κάθε φορά να βγαίνουμε λίγο πιο αληθινοί, λίγο πιο τρυφεροί, λίγο πιο πρόθυμοι ν’ αγαπήσουμε.
Καλή Ανάσταση σε όποιον το έχει ανάγκη. Εξωτερικά ή μέσα του.
Γιατί το φως, όταν το μοιράζεσαι, δε λιγοστεύει—μεγαλώνει.
Και μέσα σ’ αυτό το φως, έστω και για λίγο, θα ξαναδούμε τα πρόσωπα που αγαπήσαμε.
Ίσως να τα νιώσουμε δίπλα μας, σιωπηλά, να κρατούν ένα κερί και να μας ψιθυρίζουν:
“Είμαι εδώ. Πάντα ήμουν. Μέσα σου.”
Καλή Ανάσταση. Σε εσάς. Σε εμάς. Στην αγάπη που επιμένει.