

Το πιο τρομακτικό, όμως, δεν είναι μόνο το ίδιο το έγκλημα, αλλά και η απάθεια που συνόδευσε το θάνατο των τριών παιδιών. Γιατί, ενώ η Ρούλα Πισπιρίγκου “έσβηνε” με απόλυτη κυνικότητα τα παιδιά της, το μεγαλύτερο έγκλημα διαπράχθηκε από μια κοινωνία που δεν αντέδρασε, από ανθρώπους που δεν έκαναν τίποτα για να εμποδίσουν τη φρίκη που εκτυλισσόταν μπροστά τους. Ερωτήματα που μένουν αναπάντητα: Που ήταν οι συγγενείς, οι γείτονες, οι φίλοι; Ποιος αναρωτήθηκε ποτέ τι συνέβαινε πραγματικά με τα παιδιά της;
Η εισαγγελέας, στην αγόρευσή της, επεσήμανε την ευθύνη των ιατροδικαστών, οι οποίοι δεν έκαναν το παραμικρό για να ερευνήσουν σε βάθος την αιτία θανάτου των τριών παιδιών. Μάλιστα, τους κατηγόρησε για επιπολαιότητα και αδιαφορία, κάτι που αποδεικνύει πως η απάθεια είναι διάχυτη σε όλους τους θεσμούς της κοινωνίας μας.
Αυτή η ανευθυνότητα καταδίκασε άμεσα τα παιδιά στην πιο φρικτή μοίρα.
Αλλά τι είναι αυτό που επιτρέπει σε τέτοιες φρικαλεότητες να συμβαίνουν;
Μήπως είναι η αρρωστημένη κοινωνία στην οποία ζούμε;
Μήπως είναι η κουλτούρα της σιωπής και της απάθειας, η αδυναμία να αντιληφθούμε το κακό που εξελίσσεται γύρω μας;
Το έγκλημα αυτό δεν συνέβη σε μια απομονωμένη κοινωνία, αλλά σε μια χώρα όπου οι υπηρεσίες υγείας υποφέρουν και κρέμονται από το φιλότιμο μεμονωμένων λειτουργών.
Δεν συζητάμε καν για τις ανύπαρκτες υπηρεσίες παιδικής προστασίας, οι οποίες δεν μπορούν να παρέχουν την απαιτούμενη φροντίδα για να προστατεύσουν τα πιο αθώα μέλη της κοινωνίας μας.
Πώς φτάσαμε να βλέπουμε υγιή παιδιά να πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο και να στρέφουμε το βλέμμα μας αλλού, να κάνουμε πως δεν βλέπουμε;
Όπως είπε και η εισαγγελέας, αυτό το έγκλημα είναι το αποτέλεσμα μιας βαθιάς αποσάθρωσης, μιας κοινωνίας που αρνείται να δει και να αναλάβει τις ευθύνες της. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα παιδιά χάθηκαν, και μαζί τους χάθηκε και κάτι από την ανθρωπιά μας.
Πώς φτάσαμε τελικώς ως εδώ; Να αντικρίζουμε τη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της και να της λέμε : “Στα τσακίδια!”