<< Σ’ αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπουνε τρώνε βρώμικο ψωμί>>έλεγε ο Νιονιος μια Κυριακή…μέσα απο το άσμα του πού δραπέτευε από ένα παλιό τρανζιστορακι λίγο πριν η οικογένεια συναντηθεί στο μεσημεριανό τραπέζι κι ανταλλάξει για δύο σχεδόν ώρες το τερπνόν μετά τού ωφελιμου…
Πώς λες λοιπόν αντίο στο θρόισμα των φύλλων, σ ένα μυστικό καλά κρυμμένο σ ένα συρτάρι ξύλινο κλειδωμένο με ένα ζαχαρενιο μικρό κλειδί πού κινδυνεύει να θρυμματιστεί κατά την διάρκεια τής αναζήτησης τού σπουδαίου, του ωραίου , του μοιραίου…
Πώς λες αντίο σε μια πορεία στη μεγάλη πλατεία καθώς αναζητάς την Άννα την παιδική σου φίλη,που σε κοιτά στα μάτια αναζητώντας την δική της αλήθεια μέσα από τα δικά σου μάτια σε μια θάλασσα μικρή κι απέραντη…
Πώς λες αντίο σε μια εφηβεία πού χάνεται πίσω από τις βαριές μπορντό κουρτίνες τής σάλας όπου οι συγγενείς περιμένουν την αλλαγή τού χρόνου με συνοδεία σπάνιων εδεσμάτων φερμένων από τα παράλια της Μικράς Ασίας…
Πώς λες αντίο σ ένα “διότι” πού έγινε “γιατί” για να ξαναγίνει “διότι”...σ έναν δημιουργό πού άκουγε στο όνομα Διονύσης Σαββόπουλος…και είναι ακόμη εκεί στην καρδιά ενός εφήβου πού αρνείται να μεγαλώσει…ανάμεσα σε αγάλματα κομμάτια.. ναυάγια στο βυθό.