

Η απόφαση (869/2025), που δημοσιεύτηκε στις 12 Μαΐου, δεν απορρίπτει το ίδιο το μέτρο της απενεργοποίησης, αναγνωρίζοντας ότι μπορεί να είναι αναγκαίο σε σοβαρές υποθέσεις. Κρίνει όμως ότι το νομοθετικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές, καθώς αφήνει υπερβολικά ευρεία εξουσία στον Διοικητή της ΑΑΔΕ να κρίνει πότε και πώς εφαρμόζεται η διακοπή του ΑΦΜ, χωρίς σαφές θεσμικό πλαίσιο και χωρίς τις αναγκαίες εγγυήσεις προστασίας των φορολογουμένων.
Η ουσία της απόφασης
Το ΣτΕ επισημαίνει ότι η απενεργοποίηση του ΑΦΜ είναι βαθιά παρέμβαση στην οικονομική και επαγγελματική ζωή του πολίτη, αφού ισοδυναμεί με απαγόρευση άσκησης κάθε οικονομικής δραστηριότητας. Γι’ αυτό και απαιτείται μια συγκεκριμένη και λεπτομερής ρύθμιση από τη Βουλή, όχι γενική εξουσιοδότηση σε διοικητικό όργανο.
Συγκεκριμένα κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι παράγραφοι του άρθρου 11 του ν. 4174/2013 που επέτρεπαν στον Διοικητή της ΑΑΔΕ να ορίζει κατά την κρίση του σε ποιες περιπτώσεις «παγώνει» ο ΑΦΜ και ποιες είναι οι συνέπειες αυτού του «παγώματος».
Τι σημαίνει στην πράξη – Τι φέρνει η νέα ρύθμιση
Η απόφαση του ΣτΕ αφήνει ένα νομοθετικό κενό που η κυβέρνηση θα σπεύσει να καλύψει. Σύμφωνα με πληροφορίες, προετοιμάζεται νέα ρύθμιση που θα επαναδιατυπώσει το ισχύον πλαίσιο, χωρίς να αλλάζει τον πυρήνα του μέτρου. Δηλαδή, η δυνατότητα απενεργοποίησης του ΑΦΜ θα παραμείνει, αλλά μόνο σε σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις, με αναλογικά και διαφανή κριτήρια.
Η νέα διάταξη θα στοχεύει κυρίως σε σοβαρές υποθέσεις λαθρεμπορίου και ενδοκοινοτικής απάτης, τύπου «καρουζέλ», όπου άτομα ιδρύουν επιχειρήσεις, εισπράττουν ΦΠΑ και εξαφανίζονται. Από το 2019 έως το 2024, 796 ΑΦΜ απενεργοποιήθηκαν για τέτοιες υποθέσεις.
Τελική σκέψη
Η απόφαση του ΣτΕ δεν «ξηλώνει» ένα εργαλείο κατά της φοροδιαφυγής, αλλά επισημαίνει πως το κράτος δικαίου απαιτεί σαφή όρια και διαφάνεια, ακόμη και όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση εγκληματικών πρακτικών. Το “πάγωμα” του ΑΦΜ παραμένει ισχυρό όπλο, αλλά οφείλει να λειτουργεί με νομική ασφάλεια, όχι με εν λευκώ εξουσίες.