Μπορούν λίγο πολύ να αφορούν σε κληρονομημένα προνόμια, θεωρούμενα ως κατακτημένα και αρμόζοντα, τα οποία βλέπει κανείς να κινδυνεύουν ή να ανακαλούνται, προνόμια των ανδρών έναντι των γυναικών, των ντόπιων έναντι των μεταναστών, των λευκών έναντι των μη λευκών, του “ανεπτυγμένου κόσμου” έναντι των “φιλόδοξων” εθνών και, ναι, του ανθρώπου έναντι της Φύσης, του αυτοκινήτου έναντι του περιβάλλοντος, των ατομικών ελευθεριών έναντι των συλλογικών καταναγκασμών, της προσωπικής επιθυμίας έναντι της λογικής και της αποχής». Έτσι οριοθετεί την επιτυχία της Ακροδεξιάς ο Γερμανός καθηγητής Κοινωνικής Θεωρίας στο περίφημο Ινστιτούτο της Φρανκφούρτης, Στέφαν Λέσενιχ, στο πολύ επίκαιρο βιβλίο του «Τα όρια της δημοκρατίας: η συμμετοχή ως διανεμητικό πρόβλημα» (εκδόσεις Εναστρον).
Η απληστία και ο ατομικισμός των σούπερ πλούσιων (και όχι μόνο) καταστρέφουν αργά αλλά σταθερά, αυτό που θεωρούσαμε μέχρι τώρα κοινωνική αλληλεγγύη, δηλαδή τη συγκολλητική ουσία των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των ατόμων. Ο φόβος τελικά είναι αυτό που τρέφει το τέρας του φασισμού και της Ακροδεξιάς, αφού προσλαμβάνει υπαρξιακή χροιά, για τους ανθρώπους που αισθάνονται μόνο να απειλούνται από το μέλλον, ενώ παύουν να ελπίζουν σε οποιουδήποτε είδους κοινωνική αλλαγή. Αυτό οδηγεί σε μια «αναβράζουσα παθητικότητα», την οποία καλλιεργούν συστηματικά και μεθοδικά οι απανταχού ακροδεξιοί και φασίστες, οργανώνοντας τάγματα εφόδου και «πολιτική του πεζοδρομίου».
Οι επιθέσεις σε μετανάστες, φτωχούς και αριστερούς δίνουν διέξοδο στη συσσωρευμένη οργή «κατά του συστήματος» και αποπροσανατολίζουν τους δράστες από τον πραγματικό εχθρό που δεν είναι άλλος από τον καπιταλισμό σε όλες του τις ποικιλίες (του νεοφιλελευθερισμού συμπεριλαμβανομένου).
Ο Λέσενιχ ορίζει την αλληλεγγύη ως «μια πράξη γεφύρωσης της διαφοράς» και μιλάμε εδώ για κάθε είδους διαφορά: εθνική, φυλετική, ηλικιακή, γλωσσική, σεξουαλική και πάει λέγοντας. Αυτή λοιπόν η αλληλεγγύη σημαίνει κατανόηση της «λοταρίας της ζωής», δηλαδή σε κάτι που οφείλεται σε εντελώς τυχαίους και έξω από τον έλεγχο των ανθρώπων παράγοντες, οι οποίοι καθορίζουν εάν θα γεννηθούμε σε μια πλούσια ή φτωχή χώρα, από άσπρους ή μαύρους γονείς, στην Ευρώπη ή στην Ασία και αλλού. Σήμερα επικρατεί μια «μελαγχολία της δημοκρατίας», όπως την ονομάζει ο Λέσενιχ, αφού αυτή επιφυλάσσει μόνο απογοητεύσεις για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών – πλην μιας πολύ ισχνής μειοψηφίας, του 1% ή και λιγότερο.
Σήμερα, η λεγόμενη φιλελεύθερη δημοκρατία ολισθαίνει όλο και περισσότερο προς την ολιγαρχία και αυτό σημαίνει, ότι σημαντικό τμήμα των πληθυσμών τείνει ευήκοον ους στον ακροδεξιό λαϊκισμό. Η Αριστερά, ως κληρονόμος της αλληλεγγύης, πρέπει να ξαναπιάσει το νήμα μιας παράδοσης αγώνων με στόχο όχι μόνο μάχες οπισθοφυλακής, αλλά και θέτοντας ως οραματικό της στοιχείο την υπέρβαση ενός συστήματος που εξαντλεί τόσο τον άνθρωπο όσο και τη Φύση, δηλαδή τον καπιταλισμό. Και, φυσικά, αυτόν τον στόχο πρέπει να τον συνδέει με αγώνες τού σήμερα και αιτήματα που φαντάζουν εφικτά, να επιτευχθούν. Εάν δεν ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, τότε το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο και θα κρύβει πολλές και δυσάρεστες εκπλήξεις, αφού οι «άριστοι» των ελίτ χαρακτηρίζονται από μια ιστορική τύφλωση, που οδηγεί κατευθείαν στον γκρεμό.
Τάσος Τσακίρογλου/efsyn.gr