Εθνισμός – Εθνικισμός: Ένας διαχωριστικός Ρουβίκωνας – Του Βασίλη Αικατερίνη
- March 27, 2023
- Posted in ΕΓΡΑΨΑΝ
Γνώριζε πολύ καλά ο Ιούλιος Καίσαρας, το 49 π.Χ., τι θα ακολουθούσε μετά το πέρασμά του απ’ τον ποταμό Ρουβίκωνα, που σύμφωνα με τη Δημοκρατία της Ρώμης απαγορευόταν να τον διαβούν οι λεγεώνες διότι αυτό θα σήμαινε άμεση απειλή για το κράτος. Είχε σοβαρά υπόψιν του πως δεν υπάρχει γυρισμός. Ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τις όποιες εμφυλιοπολεμικές συνέπειες της επιλογής του που θα οδηγούσε στη σύγκρουσή του με τον Πομπήιο.
Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία, η φράση όμως «διέβη τον Ρουβίκωνα» έχει μείνει παροιμιώδης μέχρι σήμερα και σαν ειρωνεία των γεγονότων προειδοποιούμαστε σε στιγμές που έχουμε μπροστά μας έναν δικό μας «Ρουβίκωνα» που κελαρύζει προκλητικά να τον διαβούμε, έχοντας γνώση για τα επακόλουθα, σε ταραχώδεις δε περιόδους που είτε (θεωρούμε) θα μας προσφέρει τη σωτηρία είτε την καταστροφή. Στον Καίσαρα, μπορούμε να πούμε, προσέφερε πολύ γρήγορα και τα δύο. Η απόφαση είναι κρίσιμη, ιδιαίτερα όταν αυτή έχει να παρθεί συλλογικά, από το σώμα των εκλογέων της χώρας μας εν προκειμένω, μιας και ανακοινώθηκε, εν είδη χρησμού απ’ το Μαντείο του Πρωθυπουργού, πως τον Μάιο θα έχουμε εκλογές χωρίς οριστικοποιημένη ημερομηνία.
Δεν ζήλεψα τον μαντικό λόγο της Κυβέρνησης, γι’ αυτό θα είμαι περισσότερο διαφανής. Τον τελευταίο καιρό γίνεται λόγος για το κόμμα-παραπαίδι Κασιδιάρη που είτε κατέβει ο ίδιος ή όχι, σημασία έχει το 3,5% των δημοσκοπήσεων που μένει αλώβητο, δείχνοντας παράλληλα να ενισχύεται απ’ τον θυμό των πολιτών απέναντι στην απογοητευτική, απ’ τους θεσμούς, επικαιρότητα, λησμονώντας γρήγορα τη μεταμορφωτική επικάλυψη του «νεο»ϊδρυθέντος κόμματος που δεν κοπιά να κρύψει τους σπόρους και τις ρίζες που μεταφέρθηκαν και μεταγγίστηκαν από μια Αυγή που βάφτηκε Χρυσή από μαύρη. Ακόμη κι αν άλλαξε το όνομα, η εγκληματικά αναχρονιστική πολιτική έχει διατηρηθεί ακέραια.
Ξανά, το πρόβλημα δεν είναι το ποσοστό, που στην τελική αποκλείει όλα τα σενάρια «εισβολής» στο Κοινοβούλιο, αλλά αυτό που είχε πει κάποτε η Σώτη Τριανταφύλλου, στις μέρες που όλοι πανηγύριζαν για τη δικαστική απόφαση ότι πρόκειται για εγκληματική οργάνωση το μόρφωμα του Μιχαλολιάκου, πως «το ότι πολλοί Έλληνες», επαρκείς αριθμητικά ώστε να στηρίξουν ένα φασιστικό κόμμα, «κρύβουν μέσα τους έναν φασίστα, δεν μπορεί να εκδικαστεί!». Και το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι ότι το 2012, το ‘15 (θα πω και το ‘19 μιας και συγκέντρωσε 165.000 ψήφους, ακόμη κι αν δεν κατάφερε να κερδίσει έδρες) εκείνοι οι ουκ ολίγοι ψηφοφόροι είχαν πλήρη επίγνωση της ψήφους τους ή αλιεύθηκαν στα δίχτυα ενός παραπολιτικού παιχνιδιού οργής και αντίδρασης; Ομολογώ πως δυσκολεύομαι να πιστέψω το δεύτερο, μιας και αυτή η χώρα ιδιαίτερα έχει βιώσει στο ιστορικά ευσυνείδητο πετσί της τη ναζιστική μπότα, τα εγκλήματα των σβαστικοφόρων, τις θηριωδίες των λατρευόντων ενός σαλεμένου Φύρερ.
Εκείνο όμως που μπορώ να αναγνωρίσω είναι το πολύ στενό διάκενο που χωρίζει την αγάπη απ’ την αγάπη που εγκληματεί. Διότι είναι πολύ εύκολο, σαν το πέρασμα ενός ρηχού –φαινομενικά άκακου– ποταμού, να μεταβούμε απ’ την εθνική υπερηφάνεια στην εθνικιστική αντίληψη πως είμαστε οι καλύτεροι όλων, μη εμπίπτοντες σε λάθη, ικανοί να διεκδικήσουμε θέση αφέντη στους υπόλοιπους λαούς. Το «είμαι υπερήφανος που είμαι Έλληνας» μπορεί να ερμηνευτεί δυϊκά: είτε ως «αγαπώ τη χώρα μου και προσπαθώ για το καλύτερο όλων μας» είτε ως «θέλω να πεθάνουν όλοι οι μετανάστες». Η συμβίωση αυτών των δύο ιδεών γεννά εξ ορισμού κοινωνικά καρκινώματα και οι ανεξέλεγκτες μεταστάσεις, αυτό θα πρέπει να μας φοβίζει περισσότερο, μπορούν να φτάσουν ως τα παιδιά που καταλήγουν να βλέπουν το μαύρο, τη δόλια αποτελεσματικότητα της βίας, ως τις μόνες σωτήριες λύσεις, τα εναπομένοντα ψήγματα μιας λογικής που τρέχει ιλιγγιωδώς μες στο, χαλασμένο στα φρένα, μέσο του τρόμου.
Γιατί όταν ως πολίτης φοβάσαι, νιώθεις απειλούμενος, απελπισμένος, καταλήγεις να γίνεσαι επιρρεπής σε μια υποσχεολογία που τονώνει καταχρηστικά την εθνική σου συνείδηση για να βαπτιστεί αργότερα το έγκλημα «εθνική ανάγκη», οι νεκροί «θυσίες» των ιδεολογιών σου, ο πόνος «σκληραγώγηση», κι όλα αυτά με τη δική σου ανοχή.
Ας μην περάσουμε λοιπόν τον Ρουβίκωνα. Τα τέρατα απ’ την άλλη όχθη που μας γνέφουν, μας ξέρουν και τα ξέρουμε. Ανήκουν στο παρελθόν, επιζούν στα βιβλία της Ιστορίας, μνημονεύονται στις επετείους. Οι νεκροί των πολέμων θα γίνουν Ερινύες και θα στοιχειώσουν τον ύπνο μας για εκδίκηση. Μαύρο στο μαύρο.