

Τα υπόλοιπα πλάσματα τον άκουγαν αρχικά με ενδιαφέρον. Ποιος δεν ήθελε μια ευημερούσα λιμνούλα; Και ο διοικητής βάτραχος φαινόταν τόσο ισχυρός, τόσο πειστικός σε ό,τι έλεγε. Υποσχόταν καθαρά και πλούσια νερά, περισσότερες λιβελούλες για γεύμα, σκιά για τις καυτές μέρες και ανάπτυξη, πολλή ανάπτυξη. Μα, το πρόβλημα ήταν ότι ο βάτραχος έλεγε μεν πολλά… αλλά δεν έκανε τίποτα! Το μόνο που έκανε ήταν να κοάζει και να καμαρώνει.
Η λιμνούλα όμως παρέμενε θολή με περιορισμένα νερά, οι λιβελούλες λιγόστευαν, και η σκιά έμενε ένα όνειρο. Όσο για την ανάπτυξη άστο καλύτερα. Σιγά σιγά τα ζώα άρχισαν να δυσανασχετούν. Όλο και κάποια λιβελούλα που ερχόταν από διπλανές λιμνούλες μιλούσε για το τι γινόταν εκεί κι έκανε τους υπηκόους του βάτραχου να αισθάνονται άσχημα. Άρχισαν λοιπόν να του ζητούν εξηγήσεις. Μα ο βάτραχος μεγάλη μανούλα της πολιτικάντικης τέχνης, είχε πάντα μια απάντηση έτοιμη:
“Δεν φταίω εγώ, κοάξ! Είναι οι κακοί κάστορες που χαλάνε τα νερά! Είναι οι ζηλόφθονοι γλάροι που θέλουν να με δουν να αποτυγχάνω! Κοάξ! Ο μεγάλος κάστορας που ζει στη διπλανή λίμνη τους βάζει! Κοάξ! Κοάξ!”
Η αλήθεια όμως – όπως πάντα – ήταν πιο απλή. Ο βάτραχος ήταν ανίκανος να κάνει οτιδήποτε. Όσο εύκολα έβγαιναν τα λόγια από το στόμα του, τόσο δύσκολα σήκωνε τα βατραχοπόδαρά του για να κουνήσει την απίθανη κοιλιά του και να κάνει κάτι.
Όμως, αντί να δει τις αδυναμίες του και να το παραδεχτεί, ο βάτραχος στράφηκε σε μια νέα στρατηγική: επιτέθηκε σε όσους τολμούσαν να τον αμφισβητήσουν.
“Ο σκίουρος που είπε ότι δεν κάνω τίποτα είναι απλώς προκατειλημμένος! Κοάξ! Η χελώνα που παραπονέθηκε για τη βρωμιά στα νερά είναι αχάριστη! Κοάξ! Κοάξ!”
Οι κατηγορίες έγιναν η καθημερινή του ρουτίνα, η εμμονή του. Κάθε πρωί ο βάτραχος ξόδευε ώρες καταστρώνοντας θεωρίες συνωμοσίας. Όσο περισσότερο οι άλλοι μιλούσαν για την απραξία του, τόσο περισσότερο εκείνος θύμωνε και έφτιαχνε φανταστικά σενάρια, ανακάλυπτε ένοχους και τους καταδίκαζε.
Μάλιστα επειδή ψιλοβαριόταν κιόλας να κοάζει όλη μέρα, εντόπισε μια παραμελημένη τυφλή μυγούλα, που της έμαθε να κοάζει και να μιλάει αντί γι’ αυτόν. Κι έτσι πίστεψε ότι έλυσε το πρόβλημά του, μια και καλή.
Έλα όμως που το πολύ το «κυριελεησον» το βαριέται κι ο Θεός! Και κάποια στιγμή τα ζώα αποφάσισαν να τον αγνοήσουν. Σταμάτησαν να ακούν τα κοάξ του. Πιο δυνατά, είπε ο βάτραχος στη μυγούλα.
“Σας το είπα! Κοάξ! Με πολεμάνε γιατί ζηλεύουν την επιτυχία μου! Κοάξ!”
Αλλά, όσο κι αν κοάζει ένας βάτραχος, δεν μπορεί να πνίξει την αλήθεια. Η λιμνούλα ήταν θολή, παραμελημένη με λιγοστό νερό, και το μόνο που έλαμπε ήταν η κενότητα των λόγων του βατράχου.
Και κάπως έτσι τελειώνει η ιστορία. Ο βάτραχος έμεινε στον βράχο του, κοάζοντας στο κενό, παγιδευμένος στις εμμονές του. Και τα υπόλοιπα ζώα πήραν τις τύχες τους στα χέρια τους.
Βλέπετε, στο τέλος της ημέρας, η αλήθεια δεν χρειάζεται να φωνάξει. Απλώς στέκει εκεί, σιωπηλή και αμείλικτη, ενώ οι ψεύτικες υποσχέσεις διαλύονται σαν ομίχλη πάνω από το νερό…
Λιβελούλα…